Η Κασσιανή ήταν βυζαντινή ηγουμένη,ποιήτρια και υμνογράφος και η οποια έγραψε το γνωστό τροπάριο το οποιο ψάλεται την Μεγάλη Τρίτη.Γεννήθηκε στην κωσταντινούπολη απο αριστοκρατική οικογένεια (805-810) και όταν μεγάλωσε συνδύαζε την σωματική ομορφιά με την εξυπνάδα της.Ο Αυτοκράτορας Θεόφιλος ο οποιος ήθελε να βρεί την μελλοντική του σύζηγο και θαμπώθηκε απο την ομορφιά της Κασσιανής την πλησίασε και της είπε... «Ως άρα δια γυναικός ερρύη τα φαύλα»- ''Από μία γυναίκα ήρθαν στον κόσμο τα κακά'', αναφερόμενος στην αμαρτία και τις συμφορές που προέκυψαν από την Εύα. Η Κασσιανή, ετοιμόλογη, του απάντησε: «Αλλά και δια γυναικός πηγάζει τα κρείττονα»- ''Και από μία γυναίκα (ήρθαν στον κόσμο)τα καλά'' αναφερόμενη στην ελπίδα της σωτηρίας από την ενσάρκωση του Χριστού μέσω της Παναγίας. Με βάση την παράδοση ο ακριβής διάλογος ήταν:
-Εκ γυναικός τα χείρω.
-Kαι εκ γυναικός τα κρείττω.
Δεν άρεσε στον αυτοκράτορα η απαντηση της Κασσιανης διότι θίχτηκε ο εγωισμός του,πληγώθηκε η υπερηφάνεια του και έτσι διάλεξε την Θεοδώρα για γυναίκα του.
Η Κασσιανή μετά έφυγε να μονάσει και μάλιστα ίδρυσε και μοναστήρι στα δυτικά της κωσταντινούπολης και έγινε και η πρώτη Ηγουμένη αφιερώνωντας την ζωή της στον Θεό εώς το τέλος της ζωής της.Πολλοί ισχυρίζονται ότι η απόρριψη του αυτοκράτορα πλήγωσε την Κασσιανή ενώ άλλοι λένε οτι δεν έπαιξε ρόλο αυτό διότι η Κασσιανή ήθελε ήδη να μονάσει και να ακολουθήσει Τον Θεό.Η Κασσιανή έγραψε πολλά λειτουργικά ποιήματα και χειρόγραφα.Το ΤΡΟΠΑΡΙΟ ΤΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ είναι ο πιο γνωστός μας ύμνος και ψάλετε την Μεγάλη Τρίτη:
Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή, τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν, ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει. Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας. Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων, ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας, ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει. Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη. Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου; Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.